- παντοχάρυβδις
- -ύβδεως, ή, Αη άβυσσος ή η δίκη που καταβροχθίζει τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + χάρυβδις* (πρβλ. γαστρο-χάρυβδις, μεθυσο-χάρυβδις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντοχάρυβδιν — παντοχάρυβδις all devouring gulf fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)